αλαλητό

αλαλητό
το , αλαλητός ο см. αλαλαγή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλαλητό" в других словарях:

  • αλαλητό — αλαλητό, το και αλαλητός, ο αλαλαγμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλάλητο — ἀ̱λάλητο , ἀλάλημαι wander imperf ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἀλάλημαι wander imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀ̱λάλητο , ἀλαλάω make dumb imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λάλητο , ἀλαλάω make dumb plup ind mp 3rd sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»